αιλουροειδής — ές Ζωολ. 1. ο όμοιος με αίλουρο ως προς κάποιο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα 2. αυτός που ανήκει στην ομώνυμη οικογένεια θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίλουρος + ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. aeluvoid] … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… … Dictionary of Greek
αιλουρόμορφος — η, ο (Μ αἰλουρόμορφος, ον) αυτός που εχει μορφή αίλουρου, αιλουροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴλουρος + μορφος < μορφή] … Dictionary of Greek
πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… … Dictionary of Greek