αιλουροειδής

αιλουροειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που μοιάζει με άγρια γάτα (αίλουρο)· ως ουσ., τα αιλουροειδή (αιλουρίδες), οικογένεια σαρκοφάγων ζώων (λιοντάρι, τίγρης, γάτα κ.ά.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιλουροειδής — ές Ζωολ. 1. ο όμοιος με αίλουρο ως προς κάποιο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα 2. αυτός που ανήκει στην ομώνυμη οικογένεια θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίλουρος + ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. aeluvoid] …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… …   Dictionary of Greek

  • αιλουρόμορφος — η, ο (Μ αἰλουρόμορφος, ον) αυτός που εχει μορφή αίλουρου, αιλουροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴλουρος + μορφος < μορφή] …   Dictionary of Greek

  • πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”